Ο Φώτης Κόντογλου (Αϊβαλί, Οθωμανική Αυτοκρατορία, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965), γεννημένος με το επώνυμο Αποστολέλης, ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμη σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. Τα έργα της μνημειακής και φορητής εκκλησιαστικής ζωγραφικής του υπερτερούν αριθμητικά της κοσμικής ζωγραφικής του. Αγιογράφησε πολλές ενοριακές εκκλησίες, ιδιωτικά παρεκκλήσια και μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων. Την περίοδο 1957-1965 ξεκίνησε και ολοκλήρωσε σημαντικό μέρος της Αγιογράφισης του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Κάτω Πατησιών (οδού Αχαρνών), το οποίο ουσιαστικά ήταν το τελευταίο του έργο, πριν τον θάνατό του στις 13 Ιουλίου 1965.
Η αγιογράφηση των φορητών εικόνων του ναού καθώς και η ιστόρηση των τοιχογραφιών του αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες που προέρχονταν όχι μόνο από την έλλειψη χρηματικών πόρων αλλά κυρίως από τις αντιρρήσεις οι οποίες ήταν ως προς το είδος της τεχνοτροπίας – αναγεννησιακή ή βυζαντινή.
Κατόπιν παρεμβάσεων της Αρχ/πης Αθηνών και του υπουργείου, με κύριο εκπρόσωπό του τον ακαδημαϊκό και καθηγητή Α. Ορλάνδο, προκρίθηκε η βυζαντινή τέχνη και δη ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπός της Φ. Κόντογλου.
Οι εικόνες του τέμπλου έγιναν με φύλλα χρυσού 22 καρατίων και με την βυζαντινή μέθοδο της ωογραφίας.
Χαρακτηριστικά δείγματα της Αγιογράφησης του ναού από τον Φ. Κόντογλου είναι η Πλατυτέρα στην κόγχη του Ιερού Βήματος και ο Παντοκράτορας στον τρούλο.
Ο Φ. Κόντογλου ιστόρησε μία Πλατυτέρα εις την κόγχη του Ιερού Βήματος από κεφαλής μέχρι ποδών ύψους 8 μέτρων. Η Θεοτόκος ιστορείται καθήμενη επί μεγαλοπρεπούς θρόνου. Το αριστερό της χέρι με τα κονδυλένια δάκτυλα ακουμπά με στοργή εις τον ώμο του νηπίου Χρηστού που κάθεται επί των γονάτων της. Με το άλλο χέρι η Υπεραγία Παρθένος κρατεί μάκτρον. Η στάση και η μορφή των δύο αρχαγγέλων που δορυφορούν την σεπτή Παρουσία συμπληρώνουν την τοιχογραφική σύνθεση. Η Πλατυτέρα εξετελέσθη πράγματι εις τεχνοτροπίαν βυζαντινής τέχνης όπως είναι οι τοιχογραφίες του Μυστρά κι άλλων περικαλλών μνημείων της εποχής των Παλαιολόγων.
Η αγιογράφηση του τρούλου διήρκεσε ένα χρόνο. Ο Παντοκράτωρ έχει διάμετρο 6 μέτρα και ύψος 3 μέτρα. Οι 16 αρχάγγελοι ύψος 2,60 μέτρα. Η Θεοτόκος, ο Πρόδρομος και οι Προφήτες 3 μέτρα και τα 12 στηθάρια των προφητών ακτίνα 1 μέτρου. Επίσης αγιογραφήθηκαν και οι τέσσερεις Ευαγγελιστές, διακοσμήθηκαν τα παράθυρα, ζώνες των στηθαρίων και ουράνιες δυνάμεις. Ο Φ. Κόντογλου χαρακτηρίζοντας το έργο του γράφει: «Ο Παντοκράτωρ είναι η μεγαλύτερη μορφή απ΄όλες τις άλλες, κι από τον χαρακτήρα του παίρνουνε όλες οι άλλες τον χαρακτήρα τους. Η κεφαλή είναι τόσο μεγάλη όσο είναι οι ολόσωμοι Αρχάγγελοι που ζωγραφίζονται στην ζώνη που τον περιτριγυρίζει. Ο Παντοκράτωρ είναι η πιο αυστηρή μορφή της εικονογραφίας και η έκφρασή του είναι πολυσύνθετη και δυσκολοζωγράφηστη, επειδή φανερώνει μαζί αυστηρότητα και πραότητα, μεγαλοπρέπεια και προσήνεια, επιτίμηση και έλεος, και πως είναι μαζί Θεός και άνθρωπος.…»
Επί του τοίχου της βόρειας καμάρας και παραπλεύρως της θύρας είναι εντοιχισμένη εντός πλαισίου μία τοιχογραφία, η μόνη που υπήρχε εις το μικρό παρεκκλήσιο. Την τοιχογραφία αυτή, η οποία παριστάνει τον Άγιο Νικόλαο και την Θεοτόκο φέρουσα επί των γονάτων αυτής τον Χριστόν, αποκατέστησε και εκκαθάρισε ο Κόντογλου. Φέρει δε την κάτωθι επιγραφή: «η παρούσα τοιχογραφία εις το παντελές αφανής ούσα λόγω ατέχνου επιζωγραφίσεως δια παχέως ελαιοχρώματος εκαθαρίσθη και συμπληρωθείσα απεκατέστη εις την παλαιάν κατ΄εικασίαν μορφήν αυτής δια χειρός Φ. Κόντογλου, εν έτει σωτηρίῳ αλμζ΄μηνί Νοεμβρίῳ’’.
Ανάλογης αισθητικής – καλλιτεχνικής αξίας είναι και η αγιογράφηση του υπόλοιπου ναού. Τόσο από τον Φ. Κόντογλου όσο κι από τον Κ. Γεωργακόπουλο, συνεργάτη του Φ. Κόντογλου, ο οποίος και συνέχισε το έργο μετά τον θάνατο του Κόντογλου.